λειχῆνας

λειχῆνας
λειχήν
tree-moss
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λειχήνας — ο, και λειχήνα, η (AM λειχήν, ῆνος, ὁ, Α και λιχήν, ῆνος, Μ και λειχήνα και λειχήνη, ἡ) 1. βοτ. θαλλόφυτο που εμφανίζεται στον φλοιό δένδρων ή στην επιφάνεια λίθων και το οποίο είναι συμβιωτικό φυτό που αποτελείται από ένα μικροσκοπικό φύκος και… …   Dictionary of Greek

  • παρμελία — (parmelia). Γένος λειχήνων της οικογένειας των παρμελιιδών. Ο φυλλοειδής θαλλός τους έχει λοβούς με εντομές και είναι λευκόφαιος, κιτρινωπός ή λευκοπράσινος. Ο λειχήνας είναι χαλαρά ή σφιχτά προσκολλημένος στο υπόστρωμά του. Αριθμεί περίπου 700… …   Dictionary of Greek

  • έκζεμα — Μη μεταδοτική δερματική βλάβη φλεγμονώδους τύπου που προσβάλλει τις επιφανειακές στιβάδες του δέρματος. Το έ., που μπορεί να έχει οξεία ή συνηθέστερα χρόνια εξέλιξη, εκδηλώνεται με μορφές που διαφέρουν πολύ μεταξύ τους (χρόνια αλλεργική… …   Dictionary of Greek

  • γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… …   Dictionary of Greek

  • θαλλός — Βλαστικό σώμα πολυάριθμων κατωτέρων φυτικών οργανισμών (φύκη, μύκητες, λειχήνες). Ονομάζονται θαλλόφυτα, σε αντίθεση με τα κορμόφυτα, στα οποία διακρίνονται σαφώς διαφοροποιημένες οι ρίζες, ο βλαστός και τα φύλλα. Η διάκριση, αν και φαίνεται… …   Dictionary of Greek

  • κρυπτόγαμα — Όρος που αποδίδεται σε φυτά που αναπαράγονται με σπόρια και όχι με σπέρματα. Ο όρος εμφανίστηκε κατά τον 19ο αι., για να χαρακτηρίσει φυτά των οποίων τα όργανα αναπαραγωγής δεν ήταν εμφανή, σε αντίθεση με τα φυτά που παράγουν σπέρματα, όπου η… …   Dictionary of Greek

  • λειχήν — λειχήν, ῆνος, ὁ (Α) βλ. λειχήνας …   Dictionary of Greek

  • λειχήνα — η βλ. λειχήνας …   Dictionary of Greek

  • λειχήνωση — η [λειχήνας] (ιατρ. κτην.) εμφάνιση λειχήνων στο δέρμα …   Dictionary of Greek

  • λειχηνόμορφος — η, ο αυτός που έχει μορφή λειχήνα, λειχηνοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λειχήνας + μορφος (< μορφή)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”